- ἐπῶν
- ἔποςvácasneut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπών — ἔπειμι 1 sum pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕπων — ἕπομαι pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NOMI — Graece Νόμοι, in Poesi, carmina dicuntur; versibus enim constabant Νόμοι κιθαρώδικοὶ et Νόμοι ἀυλητικοὶ. Hinc, qui eorum auctores fuêre, Poetas exstitisse certum est. Plut. de Music. Ὅτι δὲ οἱ Κιθαρωδικοὶ νόμοι οἱ πάλαι, ἐξ ἐπῶν συνίςαντο,… … Hofmann J. Lexicon universale
RHAPSODI — Graece Ρ῾αψῳδοὶ, dicebantur olim, qui epica carmina Homeri vel Hesiodi, ἐπὶ ῥάβδῳ pronuntiabant, Lauream enim hi virgam tenentes ea solebant decantare: non tamen proprerea sic dicti, quasi Ρ῾αβδῳδοὶ. Nam antequam mos ille τοῦ ῥαψῳδεῖν aliena… … Hofmann J. Lexicon universale
δίγαμμα — To έκτο γράμμα (F) του φοινικικού αλφάβητου, το οποίο ονομάστηκε έτσι από το σχήμα του που μοιάζει με διπλό κεφαλαίο Γ και προφερόταν βαυ, γιατί παρίστανε έναν φθόγγο σαν το σημερινό Β ή σαν μισό ου. Οι Έλληνες, μαζί με τα άλλα γράμματα του… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
μάνλιχερ — και μάλινχερ, το τύπος οπισθογεμούς επαναληπτικού όπλου με ευρύτατη στρατιωτική χρήση στο παρελθόν, που πήρε την ονομασία του από το επών. τού κατασκευαστή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το επών. τού Αυστριακού εφευρέτη F. Mannlicher, που τό κατασκεύασε] … Dictionary of Greek
ομηρικός — ή, ό (Α ὁμηρικός, ή, όν) [Όμηρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όμηρο («ομηρικά έπη») 2. αυτός που απαντά στην ποίηση τού Ομήρου ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο τού Ομήρου (α. «ομηρικοί ήρωες» β. «τῶν νεωτέρων καινοτομούντων...… … Dictionary of Greek
ομηριστής — ο (Α ὁμηριστής) [ομηρίζω] 1. αυτός που μιμείται τον Όμηρο ή αυτός που απαγγέλλει τα ομηρικά έπη, ραψωδός 2. αυτός που ασχολείται με την ομηρική ποίηση νεοελλ. ειδικός μελετητής τών ομηρικών επών και τού ομηρικού ζητήματος αρχ. 1. (για υποκριτή… … Dictionary of Greek
Minuscule 9 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 9 Text Gospels Date 1167 Script Greek … Wikipedia